- ταχυδρόμου
- ταχυδρόμοςfast-runningmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτεροφόρας — και πτεροφόρης, ὁ, Α 1. αυτός που έχει φτερά και, ιδίως, ο λειτουργός στην αρχαία Αίγυπτο ο οποίος έφερε στο κεφάλι φτερά γερακιού 2. προσωνυμία στρατιωτικού αξιωματούχου ή στρατιωτικού ταχυδρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. πτερόν + φόρας (< φέρω), πρβλ. πελτο … Dictionary of Greek
Βαν Γκογκ, Βίνσεν — (Vincent Van Gogh, Γκρόοτ Τσούντερτ, Βραβάντη 1853 – Οβέρ σιρ Ουάζ 1890). Ολλανδός ζωγράφος. Σε ηλικία δεκαέξι ετών εργάστηκε στα καταστήματα της Χάγης και του Λονδίνου της εμπορικής εταιρείας έργων τέχνης Γκουπίλ και άρχισε να ζωγραφίζει,… … Dictionary of Greek
Λιάτσης, Σωτήριος — (Καστανίτσα Κυνουρίας 1876 – 1938). Δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε αρχικά στην πειραιώτικη εφημερίδα Πρόνοια και από το 1885 στις ημερήσιες ελληνικές εφημερίδες Τηλέγραφος και Ομόνοια της Αιγύπτου. Το 1891 διορίστηκε διευθυντής της Μεταρρύθμισης και … Dictionary of Greek
Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας — Το μουσείο, που βρίσκεται στους Βώρους Ηρακλείου, ιδρύθηκε το 1973 από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Μεσσαράς και λειτουργεί από το 1988. Το 1992 έλαβε ειδική διάκριση από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του μουσείου, μίας… … Dictionary of Greek